- αρώτηγος
- αρώτητος, η , ο1) см. ανερώτητος; 2) недопрошенный;
δικάστηκε αρώτηγος — его осудили без допроса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δικάστηκε αρώτηγος — его осудили без допроса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.